Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Verkehr (de) αρσενικό

  • η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων)
    der Verkehr ist stark geworden - η κυκλοφορία έχει μεγαλώσει πολύ