Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Teilbetrag (de)

  1. η δόση
    Sie haben die Möglichkeit Ihre Einkäufe in Teilbeträgen zurückzuzahlen
    έχετε τη δυνατότητα να ξεπληρώσετε τα ψώνια σας με δόσεις