Sperling
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Sperling (de) αρσενικό
- (πτηνό) ο σπουργίτης
Έκφραση επεξεργασία
- ein Sperling in der Hand ist besser als zehn auf dem Dache: Κάλλιο πέντε και στο χέρι,παρά δέκα και καρτέρει
Κύριο όνομα επεξεργασία
Sperling αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Sperling < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Sperling αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]