Sänger
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Sänger | die | Sänger |
γενική | des | Sängers | der | Sänger |
δοτική | dem | Sänger | den | Sängern |
αιτιατική | den | Sänger | die | Sänger |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Sänger (de) αρσενικό (θηλυκό Sängerin)
Συγγενικά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Sänger αρσενικό ή θηλυκό