Ετυμολογία

επεξεργασία
Möbelpacker < Möbel (έπιπλο) + Packer (αυτός που κάνει ένα πακέτο, ένα αμπαλάρισμα)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Möbelpacker (de) αρσενικό