Kenner
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Kenner | die Kenner |
γενική | des Kenners | der Kenner |
δοτική | dem Kenner | den Kennern |
αιτιατική | den Kenner | die Kenner |
Kenner < kennen
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Kenner (de) αρσενικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- der Kennerblick - το έμπειρο μάτι
- der Menschenkenner - ο γνώστης της ανθρώπινης ψυχής
- der Weinkenner - ο ειδήμων στα κρασιά