Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Flakwagen < Flak +Wagen

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Flakwagen (de) αρσενικό

  1. βαγόνι τραίνου που φέρει αντιαεροπορικό οπλισμό
  2. αντιαεροπορικό όχημα