endormiĝo
(Ανακατεύθυνση από Endormigxo)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | endormiĝo | endormiĝoj |
αιτιατική | endormiĝon | endormiĝojn |
endormiĝo (eo)
- η κοίμηση
- la Endormiĝo de la Dipatrino, η Κοίμηση της Θεοτόκου