Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

CPU-intensive < → δείτε τις λέξεις CPU και intensive

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
CPU-intensive CPU-intensives

CPU-intensive (en)