CPT
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαCPT συντομογραφία
- (στρατιωτικός βαθμός, ΗΠΑ) σύντμηση αντίστοιχη του Λγός στον αμερικανικό στρατό ξηράς (United States Army)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Captain (United States O-3) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαCPT αρκτικόλεξο
- (οικονομία, εμπόριο, μεταφορές) μεταφορικά πληρωμένα, ή καταβληθείς ναύλος, μέχρι (κάπου, κάποιον τόπο)