Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Begriff
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Begriff
(de)
αρσενικό
έννοια
γνώμη
,
ιδέα
Εκφράσεις
επεξεργασία
im Begriff sein, etwas zu tun
:
ετοιμάζομαι
να κάνω κάτι