Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Begriff (de) αρσενικό

  1. έννοια
  2. γνώμη, ιδέα

Εκφράσεις επεξεργασία