Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Alamo < ισπανική álamo (λεύκα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈæləˌmoʊ/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alamo (en)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Alamo < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alamo αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Alamo < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Alamo αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]