Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ύλλιο τα -ύλλια
      γενική του -ύλλιου των -ύλλιων
    αιτιατική το -ύλλιο τα -ύλλια
     κλητική -ύλλιο -ύλλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ύλλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ύλλιον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ύλ‐λι‐ο

  Επίθημα επεξεργασία

-ύλλιο ουδέτερο

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ύλλιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)