-στράτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στρᾰτα- | |||||
ονομαστική | ἡ | -στράτη | αἱ | -στράται | |
γενική | τῆς | -στράτης | τῶν | -στρατῶν | |
δοτική | τῇ | -στράτῃ | ταῖς | -στράταις | |
αιτιατική | τὴν | -στράτην | τὰς | -στράτᾱς | |
κλητική ὦ! | -στράτη | -στράται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -στράτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -στράταιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-στράτη (ᾰ)
- δεύτερο συνθετικό γυναικείων ονομάτων
Σύνθετα
επεξεργασία- Κατηγορία:Γυναικεία ονόματα με επίθημα -στράτη (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις -στράτη @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts