ὑπολαΐς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπολαΐς | αἱ | ὑπολαΐδες |
γενική | τῆς | ὑπολαΐδος | τῶν | ὑπολαΐδων |
δοτική | τῇ | ὑπολαΐδῐ | ταῖς | ὑπολαΐσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὑπολαΐδᾰ | τὰς | ὑπολαΐδᾰς |
κλητική ὦ! | ὑπολαΐς* | ὑπολαΐδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπολαΐδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπολαΐδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ὑπολαΐς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.