πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπολαΐς αἱ ὑπολαΐδες
      γενική τῆς ὑπολαΐδος τῶν ὑπολαΐδων
      δοτική τῇ ὑπολαΐδ ταῖς ὑπολαΐσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὑπολαΐδ τὰς ὑπολαΐδᾰς
     κλητική ! ὑπολαΐς* ὑπολαΐδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπολαΐδε
γεν-δοτ τοῖν  ὑπολαΐδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπολαΐς < ὑπο- + λᾶς + -ίς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπολαΐς θηλυκό