ὑποδημάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὑποδημάτιον | τὰ | ὑποδημάτιᾰ |
γενική | τοῦ | ὑποδηματίου | τῶν | ὑποδηματίων |
δοτική | τῷ | ὑποδηματίῳ | τοῖς | ὑποδηματίοις |
αιτιατική | τὸ | ὑποδημάτιον | τὰ | ὑποδημάτιᾰ |
κλητική ὦ! | ὑποδημάτιον | ὑποδημάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑποδηματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑποδηματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὑποδημάτιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- ὑποδημάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.