Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὑποδημάτιον τὰ ὑποδημάτι
      γενική τοῦ ὑποδηματίου τῶν ὑποδηματίων
      δοτική τῷ ὑποδηματί τοῖς ὑποδηματίοις
    αιτιατική τὸ ὑποδημάτιον τὰ ὑποδημάτι
     κλητική ! ὑποδημάτιον ὑποδημάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑποδηματίω
γεν-δοτ τοῖν  ὑποδηματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποδημάτιον < ὑπόδημα, ὑποδήματ(ος) + -ιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑποδημάτιον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία