ὑπνηλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὑπνηλίᾱ | αἱ | ὑπνηλίαι |
γενική | τῆς | ὑπνηλίᾱς | τῶν | ὑπνηλιῶν |
δοτική | τῇ | ὑπνηλίᾳ | ταῖς | ὑπνηλίαις |
αιτιατική | τὴν | ὑπνηλίᾱν | τὰς | ὑπνηλίᾱς |
κλητική ὦ! | ὑπνηλίᾱ | ὑπνηλίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπνηλίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑπνηλίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑπνηλία < ὑπνηλ(ός) + -ία < αρχαία ελληνική ὕπνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑπνηλία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.