Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ὑπερφρον-
ονομαστική / ὑπέρφρων τὸ ὑπέρφρον
      γενική τοῦ/τῆς ὑπέρφρονος τοῦ ὑπέρφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ὑπέρφρον τῷ ὑπέρφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑπέρφρον τὸ ὑπέρφρον
     κλητική ! ὑπέρφρον ὑπέρφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑπέρφρονες τὰ ὑπέρφρον
      γενική τῶν ὑπερφρόνων τῶν ὑπερφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑπέρφροσῐ(ν) τοῖς ὑπέρφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑπέρφρονᾰς τὰ ὑπέρφρον
     κλητική ! ὑπέρφρονες ὑπέρφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπέρφρονε τὼ ὑπέρφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ὑπερφρόνοιν τοῖν ὑπερφρόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπέρφρων < ὑπέρ- + -φρων (φρήν βλέπε και ἄφρων, σώφρων)

  Επίθετο επεξεργασία

ὑπέρφρων, -ων, -ον

  1. αλαζονικός
  2. (με καλή έννοια: για αίσθηση υπεροχής)

  Πηγές επεξεργασία