↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Ὀλυμπιεῖον τὰ Ὀλυμπιεῖ
      γενική τοῦ Ὀλυμπιείου τῶν Ὀλυμπιείων
      δοτική τῷ Ὀλυμπιεί τοῖς Ὀλυμπιείοις
    αιτιατική τὸ Ὀλυμπιεῖον τὰ Ὀλυμπιεῖ
     κλητική ! Ὀλυμπιεῖον Ὀλυμπιεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλυμπιείω
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλυμπιείοιν
Συνήθως στον ενικό
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὀλυμπιεῖον < Ὄλυμπ(ος) + -εῖον

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ὀλυμπιεῖον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία