Ὀλυμπιεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ὀλυμπιεῖον | τὰ | Ὀλυμπιεῖᾰ |
γενική | τοῦ | Ὀλυμπιείου | τῶν | Ὀλυμπιείων |
δοτική | τῷ | Ὀλυμπιείῳ | τοῖς | Ὀλυμπιείοις |
αιτιατική | τὸ | Ὀλυμπιεῖον | τὰ | Ὀλυμπιεῖᾰ |
κλητική ὦ! | Ὀλυμπιεῖον | Ὀλυμπιεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὀλυμπιείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὀλυμπιείοιν | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαὈλυμπιεῖον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ὀλυμπιεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.