λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀροφουργός οἱ ὀροφουργοί
      γενική τοῦ ὀροφουργοῦ τῶν ὀροφουργῶν
      δοτική τῷ ὀροφουργ τοῖς ὀροφουργοῖς
    αιτιατική τὸν ὀροφουργόν τοὺς ὀροφουργούς
     κλητική ! ὀροφουργέ ὀροφουργοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀροφουργός < ὀροφή + -ουργός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀροφουργός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία