ὀπάλλιος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀπάλλιος < παράλληλα με το αρσενικό ουσιαστικό (λατινικά) opalus < σανσκριτικά: उपल (μεταγραφή σε λατινικούς χαρακτήρες: upala) «πολύτιμος λίθος» (λόγω της Ινδικής εισαγωγής του)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀπάλλιος αρσενικό
- το οπάλιο
Επίθετο επεξεργασία
ὀπάλλιος αρσενικό ή θηλυκό, (τό) ὀπάλλιο ουδέτερο
- κατασκευασμένος από οπάλιο