ἱερόπραξις
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἱερόπραξις < (αρχαία ελληνική ἱερός) + ἱερό- + πρᾶξις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱερόπραξις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ιερόπραξις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].