Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερονίκης < ἱερός + νικάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱερονίκης

  • ο νικητής σε ιερούς αγώνες