ἱεροκορακικά
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἱεροκορακικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- αναφέρεται σε μυστήρια, στην αρχαιότητα αποτελούσαν ένα ιδιαίτερο είδος ή βαθμό μύησης στα ιερά μυστήρια του Μίθρα (πρώτος βαθμός μυστηρίων)