Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεροθυτεῖον < ἱεροθύτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἱεροθυτεῖον ουδέτερο