Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσόπεδον < από το ουδέτερο του επιθέτου ἰσόπεδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰσόπεδον το

το επίπεδο έδαφος, η ισιάδα, το ίσωμα, το ομαλό έδαφος