Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰοδόκος < ιός + -δόκος (< δέχομαι)

  Επίθετο επεξεργασία

ἰοδόκος

  • επίθετο που αναφέρεται στην φαρέτρα που φέρει βέλη, κυριολεκτικά «αυτός/ή που φέρει βέλη»
    ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος (Οδύσσεια Φ΄)

  Πηγές επεξεργασία