Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

  • β ΄πρόσωπο πληθ. υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί
→ δείτε τη λέξη  εἰμί