Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἢδη < βεβ. ἦ (πράγματι) + μόριο δή

  Επίρρημα επεξεργασία

ἢδη, χρονικό έως τώρα, τώρα πλέον

και σπάνια τοπικόαμέσως μετά (ἀπό ταύτης ἢδη Αίγυπτος)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ᾖδη παρατ. του ρ. οἶδα
  • ᾖδει γ΄ πρόσωπο