Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἡμικλήριον < ἡμι- + κλῆρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἡμικλήριον ουδέτερο