↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡδυπάθει αἱ ἡδυπάθειαι
      γενική τῆς ἡδυπαθείᾱς τῶν ἡδυπαθειῶν
      δοτική τῇ ἡδυπαθεί ταῖς ἡδυπαθείαις
    αιτιατική τὴν ἡδυπάθειᾰν τὰς ἡδυπαθείᾱς
     κλητική ! ἡδυπάθει ἡδυπάθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡδυπαθεί
γεν-δοτ τοῖν  ἡδυπαθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡδυπάθεια < ἡδυπαθ(ής) + -εια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡδυπάθεια θηλυκό

  • (καθαρεύουσα)
    ※  ἀλλ’ ἐρώτησον αὐτὴν ἄν, περικυκλουμένη ὑπὸ κακοβούλων βλεμμάτων, ἀμιγῆ ἠσθάνετο ἡδυπάθεια, ὅτε παρεδίδετο εἰς τὸν ἐραστήν, […]
    Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, 1866