ἡδυπάθεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἡδυπάθειᾰ | αἱ | ἡδυπάθειαι |
γενική | τῆς | ἡδυπαθείᾱς | τῶν | ἡδυπαθειῶν |
δοτική | τῇ | ἡδυπαθείᾳ | ταῖς | ἡδυπαθείαις |
αιτιατική | τὴν | ἡδυπάθειᾰν | τὰς | ἡδυπαθείᾱς |
κλητική ὦ! | ἡδυπάθειᾰ | ἡδυπάθειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡδυπαθείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡδυπαθείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἡδυπάθεια < ἡδυπαθ(ής) + -εια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἡδυπάθεια θηλυκό
- (καθαρεύουσα)
- ※ ἀλλ’ ἐρώτησον αὐτὴν ἄν, περικυκλουμένη ὑπὸ κακοβούλων βλεμμάτων, ἀμιγῆ ἠσθάνετο ἡδυπάθεια, ὅτε παρεδίδετο εἰς τὸν ἐραστήν, […]
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα, 1866
- ※ ἀλλ’ ἐρώτησον αὐτὴν ἄν, περικυκλουμένη ὑπὸ κακοβούλων βλεμμάτων, ἀμιγῆ ἠσθάνετο ἡδυπάθεια, ὅτε παρεδίδετο εἰς τὸν ἐραστήν, […]
Πηγές
επεξεργασία- ἡδυπάθεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡδυπάθεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.