Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἠλίβατος τὸ ἠλίβατον οἱ, αἱ ἠλίβατοι τὰ ἠλίβατα
Γενική τοῦ, τῆς ἠλιβάτου τοῦ ἠλιβάτου τῶν ἠλιβάτων τῶν ἠλιβάτων
Δοτική τῷ, τῇ ἠλιβάτῳ τῷ ἠλιβάτῳ τοῖς, ταῖς ἠλιβάτοις τοῖς ἠλιβάτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἠλίβατον τὸ ἠλίβατον τοὺς, τὰς ἠλιβάτους τὰ ἠλίβατα
Κλητική ἠλίβατε ἠλίβατον ἠλίβατοι ἠλίβατα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἠλιβάτω
Γενική-Δοτική ἠλιβάτοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἠλίβατος < ἥλιος + βαίνω
Είτε < ἄλιψ (πέτρα)

  Επίθετο επεξεργασία

ἠλίβατος, -ος, -ον

  1. υψηλός, απόκρημνος
    τὸν μέν τ' ἠλίβατος πέτρη καὶ δάσκιος ὕλη / εἰρύσατ', οὐδ' ἄρα τέ σφι κιχήμεναι αἴσιμον ἦεν (Όμηρος, Ιλιάς, Ο, 273-274)
  2. τεράστιος, υπέρογκος, ευμεγέθης

Άλλες μορφές επεξεργασία