πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐρχιεύς οἱ Ἐρχιεῖς - Ἐρχιῆς*
      γενική τοῦ Ἐρχιέως
& Ἐρχιῶς
τῶν Ἐρχιέων
& Ἐρχιῶν
      δοτική τῷ Ἐρχιεῖ τοῖς Ἐρχιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἐρχιέ
& Ἐρχι
τοὺς Ἐρχιέᾱς
& Ἐρχιᾶς
     κλητική ! Ἐρχιεῦ Ἐρχιεῖς - Ἐρχιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρχι1 ή Ἐρχιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρχιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐρχιεύς < Ἐρχι(ά) + -εύς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἐρχιεύς αρσενικό