Ἐρχιεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἐρχιεύς | οἱ | Ἐρχιεῖς - Ἐρχιῆς* |
γενική | τοῦ | Ἐρχιέως & Ἐρχιῶς |
τῶν | Ἐρχιέων & Ἐρχιῶν |
δοτική | τῷ | Ἐρχιεῖ | τοῖς | Ἐρχιεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ἐρχιέᾱ & Ἐρχιᾶ |
τοὺς | Ἐρχιέᾱς & Ἐρχιᾶς |
κλητική ὦ! | Ἐρχιεῦ | Ἐρχιεῖς - Ἐρχιῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐρχιῆ1 ή Ἐρχιεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐρχιέοιν | ||
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους. * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἘρχιεύς αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἐρχιεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.