Ἐλευσίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Ἐλευσῑν- | |||||
ονομαστική | ἡ | Ἐλευσίς | αἱ | Ἐλευσῖνες | |
γενική | τῆς | Ἐλευσῖνος | τῶν | Ἐλευσίνων | |
δοτική | τῇ | Ἐλευσῖνῐ | ταῖς | Ἐλευσῖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | Ἐλευσῖνᾰ | τὰς | Ἐλευσῖνᾰς | |
κλητική ὦ! | Ἐλευσίς | Ἐλευσῖνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἐλευσῖνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἐλευσίνοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν του θέματος σε -ῑν είναι μακρό. συνήθως στον ενικό | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δελφίς' όπως «δελφίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἐλευσίς < ἐλεύσομαι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἘλευσίς θηλυκό ενικός
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἐλευσίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἐλευσίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.