ἔπαινος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἔπαινος | οἱ | ἔπαινοι |
γενική | τοῦ | ἐπαίνου | τῶν | ἐπαίνων |
δοτική | τῷ | ἐπαίνῳ | τοῖς | ἐπαίνοις |
αιτιατική | τὸν | ἔπαινον | τοὺς | ἐπαίνους |
κλητική ὦ! | ἔπαινε | ἔπαινοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπαίνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπαίνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἔπαινος αρσενικό
- επιδοκιμασία, έπαινος, έγκριση
- ἔπαινον ἔχειν πρός τινος - κερδίζω έπαινο από καποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 96.3
- ὁ δὲ δή, οἷα μνώμενος ἀρχήν, ἰθύς τε καὶ δίκαιος ἦν, ποιέων τε ταῦτα ἔπαινον εἶχε οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιητέων
- Κι αυτός, έχοντας πάντα στο νου του την εξουσία, ήταν ευθύς και δίκαιος. Με μια τέτοια συμπεριφορά κέρδιζε έπαινο μεγάλο από τους συμπολίτες του
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ δὲ δή, οἷα μνώμενος ἀρχήν, ἰθύς τε καὶ δίκαιος ἦν, ποιέων τε ταῦτα ἔπαινον εἶχε οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιητέων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 96.3
- ἐπαίνου τυχεῖν ἔκ τινος - παίρνω έπαινο από κάποιον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 665
- ὅστις δ᾽ ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται ἢ τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατύνουσιν νοεῖ, οὐκ ἔστ᾽ ἐπαίνου τοῦτον ἐξ ἐμοῦ τυχεῖν.
- και κείνος που μ᾽ αυθαιρεσία παραβιάζει τους νόμους, ή εννοεί να επιβληθεί σ᾽ αυτούς που εξουσιάζουν, μόνο έπαινο από μένα δε θα πάρει·
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ὅστις δ᾽ ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται ἢ τοὐπιτάσσειν τοῖς κρατύνουσιν νοεῖ, οὐκ ἔστ᾽ ἐπαίνου τοῦτον ἐξ ἐμοῦ τυχεῖν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 665
- ἔπαινον ἔχειν πρός τινος - κερδίζω έπαινο από καποιον
Πηγές
επεξεργασία
- ἔπαινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔπαινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.