ἔντιμος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔντιμος | τὸ ἔντιμον | οἱ, αἱ ἔντιμοι | τὰ ἔντιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐντίμου | τοῦ ἐντίμου | τῶν ἐντίμων | τῶν ἐντίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐντίμῳ | τῷ ἐντίμῳ | τοῖς, ταῖς ἐντίμοις | τοῖς ἐντίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔντιμον | τὸ ἔντιμον | τοὺς, τὰς ἐντίμους | τὰ ἔντιμα |
Κλητική | ἔντιμε | ἔντιμον | ἔντιμοι | ἔντιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐντίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἐντίμοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἔντιμος, -ος, -ον
- που τον τιμούν, τον επαινούν (τιμημένος, τιμώμενος)
- (ουσιαστικοποιημένο, πληθυντικός) ἔντιμοι: οι άρχοντες, αυτοί που έχουν κάποιο αξίωμα