Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔντιμος τὸ ἔντιμον οἱ, αἱ ἔντιμοι τὰ ἔντιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἐντίμου τοῦ ἐντίμου τῶν ἐντίμων τῶν ἐντίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐντίμῳ τῷ ἐντίμῳ τοῖς, ταῖς ἐντίμοις τοῖς ἐντίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔντιμον τὸ ἔντιμον τοὺς, τὰς ἐντίμους τὰ ἔντιμα
Κλητική ἔντιμε ἔντιμον ἔντιμοι ἔντιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐντίμω
Γενική-Δοτική ἐντίμοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔντιμος < ἐν + τιμή + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ἔντιμος, -ος, -ον

  1. που τον τιμούν, τον επαινούν (τιμημένος, τιμώμενος)
  2. (ουσιαστικοποιημένο, πληθυντικός) ἔντιμοι: οι άρχοντες, αυτοί που έχουν κάποιο αξίωμα
     συνώνυμα: (λατινικά) honorati

Αντώνυμα επεξεργασία