ἑταιρισμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἑταιρισμός | οἱ | ἑταιρισμοί |
γενική | τοῦ | ἑταιρισμοῦ | τῶν | ἑταιρισμῶν |
δοτική | τῷ | ἑταιρισμῷ | τοῖς | ἑταιρισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἑταιρισμόν | τοὺς | ἑταιρισμούς |
κλητική ὦ! | ἑταιρισμέ | ἑταιρισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑταιρισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑταιρισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἑταιρισμός < αρχαία ελληνική ἑταιρίζω < ἑταίρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἑταιρισμός αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἑταιρισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.