ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐρυθρομέλᾱς ἐρυθρομέλαιν τὸ ἐρυθρομέλᾰν
      γενική τοῦ ἐρυθρομέλᾰνος τῆς ἐρυθρομελαίνης τοῦ ἐρυθρομέλᾰνος
      δοτική τῷ ἐρυθρομέλᾰν τῇ ἐρυθρομελαίν τῷ ἐρυθρομέλᾰν
    αιτιατική τὸν ἐρυθρομέλᾰν τὴν ἐρυθρομέλαινᾰν τὸ ἐρυθρομέλᾰν
     κλητική ! ἐρυθρομέλᾰν ἐρυθρομέλαιν ἐρυθρομέλᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐρυθρομέλᾰνες αἱ ἐρυθρομέλαιναι τὰ ἐρυθρομέλᾰν
      γενική τῶν ἐρυθρομελᾰ́νων τῶν ἐρυθρομελαίνων τῶν ἐρυθρομελᾰ́νων
      δοτική τοῖς ἐρυθρομέλᾰσῐ(ν) ταῖς ἐρυθρομελαίναις τοῖς ἐρυθρομέλᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐρυθρομέλᾰνᾰς τὰς ἐρυθρομελαίνᾱς τὰ ἐρυθρομέλᾰν
     κλητική ! ἐρυθρομέλᾰνες ἐρυθρομέλαιναι ἐρυθρομέλᾰν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐρυθρομέλᾰνε τὼ ἐρυθρομελαίν τὼ ἐρυθρομέλᾰνε
      γεν-δοτ τοῖν ἐρυθρομελᾰ́νοιν τοῖν ἐρυθρομελαίναιν τοῖν ἐρυθρομελᾰ́νοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέλας' όπως «μέλας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρυθρομέλας < ἐρυθρο- + μέλας

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρυθρομέλας, -αινα, -αν

Συγγενικά

επεξεργασία