ἐρεμνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρεμνός, -ή, -όν
- μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 606 (606-608)
- ὁ δ᾽ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς, | γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν, | δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.
- εκείνος όμως, σαν τη μαύρη νύχτα, | κρατώντας το δοξάρι του γυμνό, το βέλος στη χορδή, | έστρεφε ολόγυρα το βλέμμα του άγριο, σαν έτοιμος κάθε στιγμή να βρει τον στόχο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς, | γυμνὸν τόξον ἔχων καὶ ἐπὶ νευρῆφιν ὀϊστόν, | δεινὸν παπταίνων, αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 758 (758-759)
- ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί·
- Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε, | ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 376 (374-376)
- ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ | κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις | ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
- και πέφτοντας σε βόδια | ελικοκέρατα, κοπάδια διαλεχτά, | στο μαύρο αίμα τους βουτήχτηκα.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἐν δ᾽ ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ | κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις | ἐρεμνὸν αἷμ᾽ ἔδευσα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 606 (606-608)
- φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐρεμνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρεμνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.