γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐργατικός ἐργατική τὸ ἐργατικόν
      γενική τοῦ ἐργατικοῦ τῆς ἐργατικῆς τοῦ ἐργατικοῦ
      δοτική τῷ ἐργατικ τῇ ἐργατικ τῷ ἐργατικ
    αιτιατική τὸν ἐργατικόν τὴν ἐργατικήν τὸ ἐργατικόν
     κλητική ! ἐργατικέ ἐργατική ἐργατικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐργατικοί αἱ ἐργατικαί τὰ ἐργατικᾰ́
      γενική τῶν ἐργατικῶν τῶν ἐργατικῶν τῶν ἐργατικῶν
      δοτική τοῖς ἐργατικοῖς ταῖς ἐργατικαῖς τοῖς ἐργατικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐργατικούς τὰς ἐργατικᾱ́ς τὰ ἐργατικᾰ́
     κλητική ! ἐργατικοί ἐργατικαί ἐργατικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐργατικώ τὼ ἐργατικᾱ́ τὼ ἐργατικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐργατικοῖν τοῖν ἐργατικαῖν τοῖν ἐργατικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐργατικός < ἐργάζομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐργατικός,ή,όν

  1. εκείνος που αγαπά την εργασία, ο φιλόπονος, ο δραστήριος
  2. ο όμοιος προς εργάτη