Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιτυγχάνω < ἐπι- + τυγχάνω

ἐπιτυγχάνω

  1. (με γενική ή δοτική) βρίσκω τον στόχο
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 2, 1106b , 30
    ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν
    Εύκολο είναι να μη πετύχεις το στόχο, το δύσκολο είναι να το βρεις
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος , Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων, 50
    οἱ πολλὰ βάλλοντες ἐπιτυγχάνουσι πολλάκις
    Αυτοί που ρίχνουν πολλές βολές βρίσκουν τον στόχο πολλές φορές
  2. (με γενική, μεταφορικά) συναντάω, βρίσκω κατά τύχη, πετυχαίνω
    ※  4ος πκε αιώνας Μένανδρος, Γνῶμαι Μονόστιχοι, ϟδʹ
    Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον
    Δεν είναι εύκολο να πετύχεις μια καλή γυναίκα
  3. κατορθώνω

Απόγονοι

επεξεργασία