Δείτε επίσης: επισταμένως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισταμένως < ἐπιστάμεν(ος) + -ως < ἐπίσταμαι

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐπισταμένως

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία