Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐπισκευάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
επισκευάζω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐπισκευάζω
<
ἐπί
+
σκευάζω
Ρήμα
επεξεργασία
ἐπισκευάζω
παρασκευάζω
, ετοιμάζω
σελώνω
συμπληρώνω
τον
εξοπλισμό
πλοίου
(
μεταφορικά
)
προάγω