Δείτε επίσης: επισκευάζω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπισκευάζω < ἐπί + σκευάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπισκευάζω

  1. παρασκευάζω, ετοιμάζω
  2. σελώνω
  3. συμπληρώνω τον εξοπλισμό πλοίου
  4. (μεταφορικά) προάγω