ἐπικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἐπικός | ἡ | ἐπική | τὸ | ἐπικόν |
γενική | τοῦ | ἐπικοῦ | τῆς | ἐπικῆς | τοῦ | ἐπικοῦ |
δοτική | τῷ | ἐπικῷ | τῇ | ἐπικῇ | τῷ | ἐπικῷ |
αιτιατική | τὸν | ἐπικόν | τὴν | ἐπικήν | τὸ | ἐπικόν |
κλητική ὦ! | ἐπικέ | ἐπική | ἐπικόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ἐπικοί | αἱ | ἐπικαί | τὰ | ἐπικᾰ́ |
γενική | τῶν | ἐπικῶν | τῶν | ἐπικῶν | τῶν | ἐπικῶν |
δοτική | τοῖς | ἐπικοῖς | ταῖς | ἐπικαῖς | τοῖς | ἐπικοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ἐπικούς | τὰς | ἐπικᾱ́ς | τὰ | ἐπικᾰ́ |
κλητική ὦ! | ἐπικοί | ἐπικαί | ἐπικᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπικώ | τὼ | ἐπικᾱ́ | τὼ | ἐπικώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπικοῖν | τοῖν | ἐπικαῖν | τοῖν | ἐπικοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐπικός
Πηγές
επεξεργασία- ἐπικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.