Δείτε επίσης: επαιτώ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπαιτέω < ἐπί + αἰτέω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπαιτέω (συνηρημένο ἐπαιτῶ)

  1. ζητώ κι άλλο, κάτι επιπλέον
  2. επαιτώ, ζητιανεύω