ἐξοχή
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξοχή < αρχαία ελληνική ἐξοχή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐξοχή θηλυκό
- η έξοδος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἔξοχος
Πηγές
επεξεργασία- ἐξοχή - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐξοχή | αἱ | ἐξοχαί |
γενική | τῆς | ἐξοχῆς | τῶν | ἐξοχῶν |
δοτική | τῇ | ἐξοχῇ | ταῖς | ἐξοχαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐξοχήν | τὰς | ἐξοχᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐξοχή | ἐξοχαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξοχᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξοχαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐξοχή θηλυκό
- εξοχή, προεξοχή
- (μεταφορικά) υπεροχή
- κρεατοελιά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εξοχή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐξοχή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξοχή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.