Δείτε επίσης: εξοχή, έξοχη

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξοχή < αρχαία ελληνική ἐξοχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐξοχή θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἔξοχος

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐξοχή αἱ ἐξοχαί
      γενική τῆς ἐξοχῆς τῶν ἐξοχῶν
      δοτική τῇ ἐξοχ ταῖς ἐξοχαῖς
    αιτιατική τὴν ἐξοχήν τὰς ἐξοχᾱ́ς
     κλητική ! ἐξοχή ἐξοχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξοχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐξοχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξοχή < ἐξέχω. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐξ- + -οχή[1] < -οχ. μεταπτωτική βαθμίδα του ἔχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐξοχή θηλυκό

  1. εξοχή, προεξοχή
     αντώνυμα: εἰσοχή, ἐσοχή
  2. (μεταφορικά) υπεροχή
  3. κρεατοελιά

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εξοχή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία