ἐξά
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξά: περικοπή του < ἐξουσία, 'ξουσία, 'ξουσιά < αρχαία ελληνική ἐξουσία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐξά θηλυκό
- εξουσία, δύναμη, δικαίωμα να κάνω κάτι
- ※ (κρητική λογοτεχνία) ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
- T’ ἄλλα φαριὰ ϗ΄ τ’ ἅρματα ἂς εἶναι εἰς τὴν ἐξάσȣ
- Γ', στίχος 843 @books google Έκδοση 1813, Νικόλαος Γλυκύς
- (μεταγραφή) T' άλλα φαριά και τ' άρματα ας είναι εις την εξά σου (Γ' στη Βικιθήκη, στίχος 843)
- ※ (κρητική λογοτεχνία) ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος (1553‑1613/14). Ἐρωτόκριτος (1590‑1610)
- αυτοκυριαρχία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐξά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].