ἐντεροφύλαξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐντεροφῠλακ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἐντεροφύλαξ | οἱ | ἐντεροφύλακες | |
γενική | τοῦ | ἐντεροφύλακος | τῶν | ἐντεροφυλάκων | |
δοτική | τῷ | ἐντεροφύλακῐ | τοῖς | ἐντεροφύλαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἐντεροφύλακᾰ | τοὺς | ἐντεροφύλακᾰς | |
κλητική ὦ! | ἐντεροφύλαξ | ἐντεροφύλακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐντεροφύλακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐντεροφυλάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐντεροφύλαξ [ῠ] αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή, ιατρική) ονομασία χειρουργικού εργαλείου
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἐντεροφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.