Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἐντεροφῠλακ-
ονομαστική ἐντεροφύλαξ οἱ ἐντεροφύλακες
      γενική τοῦ ἐντεροφύλακος τῶν ἐντεροφυλάκων
      δοτική τῷ ἐντεροφύλακ τοῖς ἐντεροφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἐντεροφύλακ τοὺς ἐντεροφύλακᾰς
     κλητική ! ἐντεροφύλαξ ἐντεροφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐντεροφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  ἐντεροφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντεροφύλαξ < ἐντερο- + -φύλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐντεροφύλαξ [ῠ] αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία