Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐνεχυράζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐνεχυράζω
<
αρχαία ελληνική
ἐνέχυρον
Ρήμα
επεξεργασία
ἐνεχυράζω
(
ελληνιστική κοινή
)
παίρνω
ενέχυρο
ή
ως
ενέχυρο
(
ελληνιστική κοινή
) (
κατ’ επέκταση
)
αφαιρώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ἐνεχυριάζω