Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλλάμπω < (ἐν-) ἐλ- + λάμπω

ἐλλάμπω (παθητική φωνή: ἐλλάμπομαι)

  1. λάμπω (ζωηρά)
    ※  πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων. (Αρχίλοχος, Αποσπάσματα, 107, 1-2· πβ. Πλούταρχος, Ηθικά, Συμποσιακά Γʹ, ιʹ)
  2. φωτίζω, λαμπρύνω, προκαλώ έλλαμψη
  3. (μέσο) ἐλλάμπομαι: δοξάζομαι, διακρίνομαι